- ὑποπυΐσκω
- ὑποπῠΐσκω, ([etym.] πύον) in [voice] Pass.,A begin to suppurate, Hp.VC18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπυΐσκω — Α 1. καθιστώ κάτι λίγο πυώδες·2. μέσ. ὑποπυΐσκομαι αρχίζω να μαζεύω πύον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πύον + κατάλ. ίσκω (πρβλ. ἀπο πυΐσκω)] … Dictionary of Greek